Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Le roi est mort, vive le roi.


Μεσάνυχτα ζυγώσανε σχεδόν
στην ησυχία βυθισμένη η Βαβυλών

Στον πύργο όμως ψηλά του βασιλέα
γελά με κρότο η αυλική παρέα

Στην αίθουσά του την βασιλική
έχει ο Βαλτάσαρ δείπνο και γιορτή.

Οι δούλοι κάθονται σε αστραφτερές σειρές
και το κρασί πετά στα κύπελλα φωτιές.

Κροτούν τα κύπελλα και οι δούλοι αλαλάζουν
στον βάναυσο τον Βασιλέα αυτά ταιριάζουν.

Τα μάγουλά του θέρμη τα φλογίζει
και το κρασί με θράσος τον γεμίζει.

Το πάθος του τον σέρνει στα τυφλά
βρίζει τα θεία με λόγια αμαρτωλά.

Χτυπά το στήθος και άγρια βλαστημάει, 
όλη η παρέα του σε επευφημίες ξεσπάει.

Περήφανη η ματιά του τότε γνέφει:
ο δούλος τρέχει αμέσως και επιστρέφει,

σκεύη χρυσά έχει πάνω στο κεφάλι
που απ' του Γιαχβέ το ιερό τα έχουν βγάλει.

Κι ο Βασιλιάς με χέρι βέβηλο αρπάζει
ένα άγιο ποτήρι και το αδειάζει

γεμάτο καθώς ήταν βιαστικά
κι αφρίζοντας, φωνάζει δυνατα:

"Σένα, Γιαχβέ, χλευάζω εις τους αιώνας. 
Εγώ είμαι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας!"

Μα μόλις έσβησεν η λέξη η φρικαλέα, 
φόβος κατέλαβε κρυφός τον Βασιλέα.

Τα γέλια αμέσως τα βουερά σωπάσαν, 
στην αίθουσα όλοι σαν νεκροί σωπάσαν.

Και δες! Και δες! Στον τοίχο τον λευκό
προβαίνει χέρι ανθρωπινό.

Γράφει, γράφει στον τοίχο τον λευκό
φεύγει κι αφήνει πύρινο γραπτό.

Ο Βασιλιάς με βλέμμα ακίνητο κοιτάζει, 
τα γόνατά του τρέμουνε, χλωμιάζει

Οι δούλοι από τη φρίκη παγωμένοι, 
η συντροφιά βουβή τώρα σωπαίνει.

Ήρθαν κι οι μάγοι μα κανένας τους να πει
και να εξηγήσει δεν μπορούσε τη γραφή.

Και τον Βαλτάσαρ πριν ακόμη φέξει
οι δούλοι του τον είχαν φονεύσει. 

(Χ. Χάινε)

λα λα λα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου