Παρατηρήστε με προσοχή αυτό το τοπίο, για να είστε σίγουροι ότι θα
το αναγνωρίσετε, αν ταξιδέψετε κάποτε στην Αφρική, στην έρημο.
Κι αν τύχει να
σας φέρει ο δρόμος σας εκεί, σας παρακαλώ θερμά να μη βιαστείτε... περιμένετε
για λίγο κάτω απ' το αστέρι! Κι αν δείτε να σας πλησιάζει ένα παιδί, αν γελάει,
αν έχει ξανθά μαλλιά, αν δεν απαντάει στις ερωτήσεις σας, τότε θα μπορέσετε να
μαντέψετε ποιος είναι... Να χαρείτε τότε... φανείτε συμπονετικοί! Μη μ'
αφήσετε στη θλίψη μου: γράψτε μου γρήγορα πως ξαναγύρισε...
Αγαπημένε Antoin,
Φοβάμαι την
ώρα που αυτό θα φτάνει σε σένα, γιατί ο διάολος έχει πολλά ποδάρια κι ένα από
αυτά μπορεί να κρατά το γράμμα μου, να στο δώσεις και να νομίσεις πως
ξαναγύρισε και να χαρείς τόσο που μπορεί να ξαναπεθάνεις από τη χαρά σου...
Άσε που
νομίζω πως και την πρώτη φορά από τη χαρά σου πέθανες, που γνώρισες την αλήθεια του. Σε έχω λυπηθεί πολύ που έχασες το αγόρι σου, τον
πρίγκιπα σου. Από μικρή σε λυπόμουν. Τώρα που είμαι μεγαλύτερη γνωρίζω άλλες πριγκίπισσες που χάνουν τα βατραχάκια τους και κλαίνε σαν να
μην τα φίλησαν ποτέ, σαν να μην ξέρουν...
Έχω χάσει κι εγώ το καναρίνι μου... Ε, λοιπόν, ξέρω.
Σου
γράφω, λοιπόν, για να σου πω πως μπορεί και να μην ξαναγυρίσει. Και για το
καναρίνι μου το ίδιο πιστεύω. Δεν έχει φτερά να γυρίσει. Είμαι σίγουρη. Κάποιο παιδί του έσπασε τα φτερά, τα έστριψε και τα ξεκόλλησε από την πλάτη
του. Μπορεί αργότερα να το πετροβόλησε και ποτέ να μην το έθαψε. Όυτε καν
έκλαψε γι’ αυτό. Γελούσε πάνω από το αίμα που έτρεχε. Ή μπορεί απλώς να πέθανε
από δίψα, να έσκασε κάτω από το λαμπερό ήλιο της Ελλάδας (ούτε καν μιας ερήμου). Ή μπορεί να το τύφλωσε. Κι η καρδιά μπορεί να χτυπούσε
τόσο δυνατα και η κοιλίτσα του με τα χρυσά της πούπουλα μπορεί να ανεβοκατέβαινε σαν τρελή, όχι από φόβο γιατί το καναρίνι ήξερε να φοβάται από μωρό, από μοναξιά. Κι εγώ δεν άκουγα, δεν
έβλεπα. Ή ακόμη μπορείχωρίς μάτια να μην είχε άλλα δάκρυα να κλάψει μακρυά μου. Σε ένα άγνωστο κλουβί
μόνο του, βρώμικο και πεινασμένο. Γεμάτο με όλες τις αναμνήσεις που του πρόσφερα.
Τις μέρες που μου σφύριζε και του σφύριζα, που παίζαμε με το λάστιχο στην αυλή,
που το κρυφοκοιτούσα όταν κοιμόταν. Τα εξημερωμένα μας χρόνια. Ώσπου αυτές οι αναμνήσεις το τρέλαναν και
έκαναν τα μυαλά του να χυθούν πάνω στα σκατά του.
Ξέρεις χωρίστηκε
από νωρίς από τη μαμα του. Δυστυχώς δεν θήλασε. Γεννήθηκε όπως είπε ο εκμεταλλευτής του, στην
αιχμαλωσία και θα πέθαινε έτσι. Και τότε το αγόρασα. Για να πεθάνει στα χέρια
μου. Να σκάσει από την αγάπη μου, αλλά δεν πρόλαβα. Κι εσύ δεν προλαβες. Το
ξέρω, σε καταλαβαίνω.
Ξέρω πως
περιμένεις, πως ψάχνεις, πως ελπίζεις μία ώρα, μία μέρα, μία χρονιά, μία
αιωνιότητα. Ίσως αύριο, όταν ξυπνήσω, ίσως την άλλη εβδομάδα, όταν βγω βόλτα,
τον άλλο μήνα, όταν πληρωθώ ή ποτέ.
Κι αυτό φίλε
αγαπημένε, Antoin,δεν είναι η ζωή σου.
ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ
ΧΡΟΝΟΣ. Δεν είναι κάτι πιο σπουδαίο.
Δεν έχω φωτογραφία του. Έχω ένα τραγούδι που του άρεσε. Αυτό. Μόνο.
Σε φιλώ, Antoin. Δεν θα σου ξαναγράψω. Δεν μ' αρέσει να σκοτώνω το χρόνο σου και το χρόνο μου. Δεν μ' αρέσει να σκοτώνω.